- χαϊκού
- το, Νάκλ. το χάι κάι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ. haiku].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μπούσον, Τανιγκούκι — (Κεμαμούρα, Σέτσου 1715 – 1783). Ιάπωνας ποιητής και ζωγράφος. Σε ηλικία 20 ετών πήγε στο Έντο (το σημερινό Τόκιο), όπου σπούδασε ποίηση χαϊκού κοντά στον Ουσίντα Σενζάν και άλλους δασκάλους. Το 1744 δημοσίευσε μια συλλογή ποιημάτων με τον τίτλο… … Dictionary of Greek
μπάσο — (Ουένο 1643 – Οσάκα 1694). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιάπωνα ποιητή Μανεφούσα Ματσούο. Υπήρξε οξύς παρατηρητής της φύσης την οποία περιέγραψε στα περιπαθή ταξιδιωτικά ημερολόγιά του, γραμμένα ανάμεικτα σε πεζό και στίχους. Ως ποιητής έδωσε μεγάλη… … Dictionary of Greek
Λεωτσάκος, Γεώργιος — (Αθήνα 1935 –). Μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο ανώτερα θεωρητικά, αντίστιξη και φούγκα. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, αρχικά στην εφημερίδα Καθημερινή (1953 65) ως μεταφραστής και κατόπιν ως… … Dictionary of Greek
χαϊκάι — Λέγεται και χαϊκού. Μορφή ιαπωνικού ποιήματος, που άνθησε τον 17o 18o αι. και αποτελείται από 3 συλλαβές, χωρισμένες σε 3 στίχους. Bλ. λ. Ιαπωνία (Λογοτεχνία). Χαικάι. Ιαπωνικό ποίημα εικονογραφημένο … Dictionary of Greek